ἄσεμνος
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
English (LSJ)
ον,
A undignified, ignoble, Arist.Mu.398b4, Ph.2.406, Hdn. 2.7.1; esp. in Lit. Crit., D.H.Comp.7, al., Demetr.Eloc.189, Longin. 43.1; indecent, Eust.1950.63. Adv. -νως A.D.Conj.232.9, al.; βίον ἀ. διῆγεν BGU1024 vii 22 (iv/v A.D.).
German (Pape)
[Seite 369] unedel, unschicklich, Arist. u. Plut.
Spanish (DGE)
-ον
1 indigno ἄσεμνον ἦν ... Ξέρξην αὐτουργεῖν ἅπαντα Arist.Mu.398b4, μηδὲν ἔχειν ἀσεμνότερον no tener nada más indigno que ... Plu.2.426e, de los que se apartan de las leyes sagradas, Ph.2.406, λόγοι Plu.2.89f
•de donde irreverente μῦθοι Amph.Seleuc.54, θεάτρων ... ᾠδή Amph.Seleuc.79.
2 en estilística poco solemne κῶλον D.H.Comp.7.3, μέτρα Demetr.Eloc.189, de un término vulgar, Longin.43.1, explicación etimológica en Hdn.Gr.1.521.24.
3 adv. -ως indignamente ἀ. ἁρπάζεται Anaxandr.33.3 (cj.). βίον ἀ. διῆγεν BGU 1024.7.22 (IV/V d.C.), explicaciones gramaticales, A.D.Coni.232.9, Sch.D.T.428.33.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄσεμνος, -ον)
αυτός που δεν είναι σεμνός, ο απρεπής, ο πρόστυχος
αρχ.
ο ανάξιος σεβασμού.
Russian (Dvoretsky)
ἄσεμνος: неблагородный, неподобающий, недостойный (τινι Arst.; λόγοι Plut.).