Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
ἀφήκω (Α)1. φθάνω, καταλήγω κάπου2. φεύγω, απομακρύνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + ήκω «έχω φθάσει» (πρβλ. ανήκω)].