βολεί

From LSJ
Revision as of 08:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

απρόσ.
1. υπάρχει χώρος, ευρυχωρία
2. είναι βολετό, δυνατό («θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν», Μαβίλης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ευβολεί < εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος» (πρβλ. και λ. βολεύω)].