βρυασμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A voluptuousness, Plu.2.1107a. β<ρ>υατά· βεβυσμένα αὕτη, Hsch.
German (Pape)
[Seite 465] ὁ, die ausgelassene Freude, Plut. Non posse s. v. sec. Epic. 30.
Greek (Liddell-Scott)
βρυασμός: ὁ, τὸ βρυάζειν, εὐφροσύνη, τέρψις, Πλούτ. 2.1107Α.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
volupté.
Étymologie: βρυάζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): βρυαθμός Hsch.
placer, deleite τίνα γὰρ εὐφροσύνην ἢ ἀπόλαυσιν καὶ βρυασμὸν οὐκ ἂν ἐκκρούσειε ...; Plu.2.1107, cf. Hsch.
Greek Monolingual
βρυασμός, ο (Α) βρυάζω
ηδονή, τέρψη.
Russian (Dvoretsky)
βρυασμός: ὁ шумный восторг, ликование (ἀπόλαυσις καὶ β. Plut.).