ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
και κατσί και γατσί, το (Μ καττίν)
1. η γάτα ή το νεογνό της
2. καχεκτικό παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάτα. Ο τ. κατσί < μσν. καττίν < υποκορ. του κάττα, με τροπή του -τ- σε -τσ- (πρβλ. κλιματσίδα < κλιματίδα, τσιλώ < τιλώ κ.ά.)].