γέμισμα

From LSJ
Revision as of 17:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γέμισμα Medium diacritics: γέμισμα Low diacritics: γέμισμα Capitals: ΓΕΜΙΣΜΑ
Transliteration A: gémisma Transliteration B: gemisma Transliteration C: gemisma Beta Code: ge/misma

English (LSJ)

ατος, τό,    A gloss on γέμος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ματος, τό carga, fardo Hsch.s.u. γέμος.

Greek Monolingual

το (Μ γέμισμα) γεμίζω
νεοελλ.
1. το να γεμίζει κανείς κάτι με κάτι άλλο
2. το υλικό με το οποίο γεμίζει κανείς κάτι
3. φρ. «το γέμισμα του φεγγαριού» — η γέμιση του φεγγαριού
4. στρατ. η ποσότητα της πυρίτιδας ή άλλης εκρηκτικής ύλης που είναι απαραίτητη για την εκτόξευση του βλήματος από το πυροβόλο
μσν.
1. η πληρότητα
2. το σύνολο.