γραφομανής

From LSJ
Revision as of 08:36, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που έχει τη μανία να γράφει συνεχώς και μάλιστα για ασήμαντα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράφω + -μανής < (θ.) μαν-, μαίνομαι (πρβλ. ανδρομανής, θεομανής). Η λ. γραφομανείς πληθ. μαρτυρείται το 1897 από τον Άγγελο Βλάχο στην εφημερίδα Άστυ].