Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
ο, θηλ. γύφτισσα (Μ γύφτος)
1. αθίγγανος, τσιγγάνος
2. σιδεράς
3. γανωτής, χαλκοματάς
4. άνθρωπος πολύ μελαχρινός
5. ρυπαρός, ακάθαρτος, βρομιάρης, ατημέλητος
6. άξεστος
7. τσιγγούνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αιγύπτιος, με σίγηση του αρκτικού Αι- και τροπή του -πτ- σε -φτ- (πρβλ. πτύω: φτύνω)].