γύφτος

From LSJ
Revision as of 08:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

ο, θηλ. γύφτισσα (Μ γύφτος)
1. αθίγγανος, τσιγγάνος
2. σιδεράς
3. γανωτής, χαλκοματάς
4. άνθρωπος πολύ μελαχρινός
5. ρυπαρός, ακάθαρτος, βρομιάρης, ατημέλητος
6. άξεστος
7. τσιγγούνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αιγύπτιος, με σίγηση του αρκτικού Αι- και τροπή του -πτ- σε -φτ- (πρβλ. πτύω: φτύνω)].