δεῖπνος
English (LSJ)
ὁ, late form of δεῖπνον, v.l. in D.S.4.3, Sch.Ar.Pax564.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δεῖπνος: ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ δεῖπνον, Ζωναρ., Ε. Μ. κτλ.· πρβλ. Γρηγ. σ. 22, 772.
Spanish (DGE)
v. δεῖπνον.
Greek Monolingual
ο
βλ. δείπνο.
Russian (Dvoretsky)
δεῖπνος: ὁ Aesop., Diod. = δεῖπνον.