τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
-ές και δίσκελος, -η, -ο (Μ δισκελής, -ές)
αυτός που έχει δύο σκέλη, διχαλωτός
2. (για προτάσεις) αυτή που αποτελείται από δύο σκέλη, διμελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + σκέλος.
ές, = δίκωλος, Sp.