δουπώ

From LSJ
Revision as of 09:35, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

και γδουπώ (AM δουπῶ, -έω) δούπος
κάνω δούπο, παράγω υπόκωφο ήχο
αρχ.
1. σωριάζομαι νεκρός με γδούπο («δούπησε δὲ πεσών»)
2. φρ. α) «δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν» — θρηνούν οι γυναίκες χτυπώντας τα χέρια στο στήθος τους
β) «κώπῃ δουπῶ» — χτυπώ με τα κουπιά τη θάλασσα.