δωρικός

From LSJ
Revision as of 14:22, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

German (Pape)

[Seite 695] dorisch, Her. u. Att. die gew. Form.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δωρικός, -ή, -όν
Α και δωριακός, -ή, -όν)
1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στους Δωριείς («δωρική απλότητα, λιτότητα, αδρότητα κ.λπ.», «ἁπλοῦν

τε καὶ δωρικόν»)
2. (για τόπο) αυτός που ανήκει σε Δωριείς·