ἔγχρυσος
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ον,
A golden, ὅπλον Schwyzer647.35 (Cyme, i A.D.); στολή Philostr.Im.1.22; πρόσοψις D.S.3.39.
German (Pape)
[Seite 714] vergoldet, πρόσοψις, wie Gold, D. Sic. 3, 39, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγχρῡσος: -ον, χρυσοῦς, ὅπλον Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 35· στολὴ Φιλόστρ. 796 πρόσοψις Διόδ. 3. 39.
Spanish (DGE)
-ον
dorado εἰκὼν γραπτὰ ἐν ὅπλῳ ἐνχρύσῳ retrato pintado sobre un escudo dorado, IKyme 19.35 (I a./d.C.)
•con reflejos de oro στολή Philostr.Im.1.22, πρόσοψις del topacio, Agatharch.82.
Greek Monolingual
ἔγχρυσος, -ον (Α)
επιχρυσωμένος, χρυσωμένος
αρχ.
αυτός που μοιάζει με χρυσό, που χρυσίζει.
Russian (Dvoretsky)
ἔγχρῡσος: золотистый (λίθος ἔγχρυσον πρόσοψιν παρεχόμενος Diod.).