ἔκβρασις
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
εως, ἡ,
A pullulation, φθειρῶν Suid. 2 αἱ κοῖλαι ἐ. breakers, EM494.14.
German (Pape)
[Seite 755] ἡ, das Auswerfen, Aussprudeln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκβρᾰσις: -εως, ἡ, ὅταν καχλάζον ἐκρίπτηται τὸ ὕδωρ, ἢ τὸ μέρος ἔνθα ἐκρίπτεται, Ἐτυμ. Μ. ἐν λέξει καχλάζω, σ. 494, 14, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἐρυγή, κλ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 medic. erupción cutánea ἀπὸ χολωδεστέρου αἵματος ἔ. γίνεται Steph.in Hp.Aph.1.166.19, cf. 2.138.23, ὑπὸ φθειρῶν ὑπερβλύσεως καὶ ἐκβράσεως τὸν βίον καταστρέφει Hsch.Mil. en Sud.s.u. Καλλισθένης (cf. ἐκβράσσω II 1).
2 eructo, regüeldo glos. a ἐρυγή Hsch.
3 escollo, rompiente, EM 494.14G.
Greek Monolingual
ἔκβρασις, η (Μ)
1. το νερό που χύνεται έξω όταν κοχλάζει
2. (για ανέμους) ξέσπασμα.