εκλεκτός

From LSJ
Revision as of 11:10, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek Monolingual

και εκλεχτός, -ή, -ό (AM ἐκλεκτός, -ή, -όν)
1. (για πρόσ. και πράγμ.) διαλεχτός, εξαιρετικός
2. αυτός που εκλέχθηκε σ' ένα αξίωμα
3. εξαιρετικής ποιότητας
4. ως ουσ. οι εκλεκτοί
αυτοί τους οποίους διάλεξε ο θεός, οι αγαπημένοι του θεού («πολλοὶ κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί»)
νεοελλ.
ο εκλεκτός
υποδεκανέας του ιππικού
μσν.
οἱ ἐκλεκτοί
η στρατιωτική φρουρά της Κωνσταντινουπόλεως που σε καιρό πολέμου συνόδευε τον αυτοκράτορα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo ἐκλεκτόν
το σιτάρι.