ἔμμανις
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
English (LSJ)
A v. ἔμμηνις.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμμᾱνις: ὁ, ἴδε ἔμμηνις.
Spanish (DGE)
(ἔμμᾱνις) -ιος
• Morfología: [ac. sg. ἔμανιν ICr.1.5.4.11 (Arcades V a.C.), acent. ἐμμανίας ICr.3.3.3B.24 (Hierapitna III a.C.)]
sólo cret., de dioses furioso, encolerizado ἔμανιν ἦμεν αὐτōι τὰν Ἀθ[α] ναίαν ICr.1.5.4.11 (Arcades V a.C.), plu. οἱ θεοί en fórmulas de juramento εἰ δὲ τάδε μὴ κατέχοιμι, τούς (τ)έ μοι θεοὺς τοὺς ὤμοσα ἐμμάνιας ἤμη[ι] ν ICr.1.9.1.78 (Drero III a.C.), ἐπιορκόντι μὲν τὸς θεὸς ἐμμανίας ἦμεν ICr.3.3.3B.24, cf. 18 (Hierapitna III a.C.).
Greek Monolingual
ο
βλ. έμμηνις.
Frisk Etymological English
See also: s. μῆνις.