εντόσθιος

From LSJ
Revision as of 11:10, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

(AM ἐντόσθιος, -ον)
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εντόσθια
1. τα σπλάγχνα που βρίσκονται μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα του ανθρώπου ή τών ζώων, σωθικά
2. (ειδ.) τα σπλάγχνα αρνιού ή η κοιλιά, το συκώτι και η καρδιά τών πουλιών που τρώγονται
3. μτφ. τα παιδιά, τα τέκνα (κυρίως σε σχέση με τη μητέρα) («καὶ γὰρ οἱ παῑδες σπλάγχνα λέγονται ώς ἐντόσθια»)
μσν.-αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται μέσα σε κάτι («ἐντόσθιον πῡρ», Μηναία)
2. εντερικός.