ἐξαπεύχομαι
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
strengthd. for ἀπεύχομαι, Tz.H.13.606.
German (Pape)
[Seite 870] durch Bitten abwenden, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαπεύχομαι: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἀπεύχομαι, Τζέτζ. Ἱστορ. 13. 607.
Spanish (DGE)
tratar de alejar, conjurar ἐξαπευχόμενοι ἀφάνισιν παστάδος Tz.H.13.600.
Greek Monolingual
ἐξαπεύχομαι (Μ)
επιτ. τ. του απεύχομαι.