ἐπαναίρεσις
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
εως, ἡ,
A slaughter, destruction, Plb.2.37.8: pl., μεγάλαι ἀνθρώπων ἐ. Nech. in Cat.Cod.Astr.7.140.
German (Pape)
[Seite 900] ἡ, das aus dem Wege Schaffen, Tödten, Pol. 5, 55, 4 u. öfter; Zerstörung, 2, 37, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναίρεσις: -εως, ἡ, φόνος, ὄλεθρος, καταστροφή, Πολύβ. 5. 55, 4, 2. 37, 8.
Greek Monolingual
ἐπαναίρεσις, η (Α)
1. καταστροφή, όλεθρος
2. φόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αν-αίρεσις (< αναιρώ «καταστρέφω»].
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναίρεσις: εως ἡ истребление, уничтожение Polyb.