επιστασία
From LSJ
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιστασία
Α και ἐπιστασίη) επιστάτης
1. επίβλεψη, επιτήρηση
2. φροντίδα, επιμέλεια
μσν.- νεοελλ.
φρ. «Ἱερά Ἐπιστασία τοῦ ‘Αγίου Ὄρους» — το τετραμελές Εκτελεστικό Σώμα της μοναχικής πολιτείας του Ἁγίου Όρους
νεοελλ.
υπηρεσία από αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες η οποία ασχολείται με την κανονική εξυπηρέτηση και λειτουργία ορισμένου τμήματος του σκάφους του πολεμικού ναυτικού
αρχ.
1. αναγνώριση, διάγνωση
2. εξουσία, διοίκηση («τὰς πόλεις ἠλευθέρου τῆς τῶν Καρχηδονίων ἐπιστασίας», Διόδ. Σικ.)
3. επίθεση.