ἐρηρέδαται
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ἐρήμ-ατο,
A v. ἐρείδω.
German (Pape)
[Seite 1027] 3. Pers. perf. pass. zu ἐρείδω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρηρέδᾰται: -ατο, ἴδε ἐρείδω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. épq. Pass. de ἐρείδω.
English (Autenrieth)
see ἐρείδω.
Greek Monolingual
ἐρηρέδαται (Α)
ιων. τ. γ’ πληθ. πρόσ. παθ. παρακμ. του ρ. ερείδω.
Greek Monotonic
ἐρηρέδᾰται: -ατο, Επικ. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του ἐρείδω.