ετέρωθι

From LSJ
Revision as of 08:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek Monolingual

ἑτέρωθι και αιολ. τ. ἑτέρωτα (Α)
επίρρ.
1. στο άλλο μέρος, απέναντι
2. σε άλλο μέρος, αλλού
3. σε άλλον χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + επίθ. -θι, που δηλώνει εν τόπω στάση (πρβλ. αυτό-θι)].