ἐχίδιον
From LSJ
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
English (LSJ)
τό,
A young viper, Arist.HA558a29 (v.l. ἐχίδνιον); cf. ἐχείδιον.
German (Pape)
[Seite 1126] τό, = ἐχείδιον, Arist. H. A. 5, 1, μικρόν.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχίδιον: (ῑ), τό, μικρὰ ἔχιδνα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 34, 2· διάφ. γραφ. ἐχίδνιον.
Greek Monolingual
ἐχίδιον και δ. γρφ. ἐχίδνιον, τὸ (Α) έχις
μικρή έχιδνα, μικρή οχιά («τίκτει δὲ μικρὰ ἐχίδια ἐν ὑμέσιν», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐχίδιον: (ῐδ) τό молодая гадюка, змейка Arst.