ζαχαρένιος
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Greek Monolingual
-α, -ο
1. κατασκευασμένος από ζάχαρη, ζαχαράτος
2. μτφ. γοητευτικός, ευχάριστος, γλυκός.
επίρρ...
ζαχαρένια
με γλυκό τρόπο, γλυκά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μαστιχ-ένιος, σοκολατ-ένιος)].