ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
Full diacritics: ζάφελος | Medium diacritics: ζάφελος | Low diacritics: ζάφελος | Capitals: ΖΑΦΕΛΟΣ |
Transliteration A: záphelos | Transliteration B: zaphelos | Transliteration C: zafelos | Beta Code: za/felos |
ον, = ζαφελής.
ζάφελος, -ον (Α)
ζαφελής, ορμητικός («πυρός ζαφέλοιο», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του επιζάφελος χωρίς την πρόθεση επί- και άγνωστης προελεύσεως. Οπωσδήποτε το ζα- είναι αιολική μορφή του δια-].