ἐχιδνόκομος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A snaky-haired, Nonn.D.1.173.
German (Pape)
[Seite 1126] mit Natterhaaren, Nonn. D. 8, 239 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχιδνόκομος: -ον, ἔχων κόμην ἐχιδνώδη, Νόνν. Δ. 1. 173.
Greek Monolingual
ἐχιδνόκομος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαλλιά από έχιδνες ή σαν έχιδνες, ο φιδόμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -κομος (< κόμη «μαλλιά»)].