ζωοπάροχος

From LSJ
Revision as of 09:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek (Liddell-Scott)

ζωοπάροχος: -ον, παρέχων, χορηγῶν ζωήν, Βυζ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ζωοπάροχος και ζωηπάροχος, -ον)
αυτός που παρέχει, που χορηγεί ζωή, ζωοδότης, αναζωογονητής, ζωογόνος
νεοελλ.
εμψυχωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -παροχος (< παρέχω), πρβλ. δικαιο-πάροχος, πλουσιο-πάροχος. Το επίρρ. ζωοπαρόχως μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].