ηγετικός

From LSJ
Revision as of 09:17, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηγέτη ή στην ηγεσία
2. αυτός που προσιδιάζει, που αρμόζει σε ηγέτη ή που έχει προσόντα και ιδιότητες ηγέτη.
επίρρ...
ηγετικά και -ώς
με τρόπο που αρμόζει σε ηγέτη, με τρόπο ηγετικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγέτης + κατάλ. -ικός (πρβλ. ευεργετ-ικός, υπηρετ-ικός). Η λ. στο θηλ. ηγετική (τάξις εν τῃ κοινωνίᾳ] μαρτυρείται από το 1889 στον Χρήστο Δ. Παπαδόπουλο].