ἡμιμαθής

From LSJ
Revision as of 16:07, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιμᾰθής Medium diacritics: ἡμιμαθής Low diacritics: ημιμαθής Capitals: ΗΜΙΜΑΘΗΣ
Transliteration A: hēmimathḗs Transliteration B: hēmimathēs Transliteration C: imimathis Beta Code: h(mimaqh/s

English (LSJ)

ές,

   A half-learned, Philostr. VS2.5.4, Poll.6.160.

German (Pape)

[Seite 1168] ές, halbgelehrt, Philostr. v. soph. 2, 5, 4; Poll. 6, 160.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιμᾰθής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ πεπαιδευμένος, «μισογραμματισμένος», Φιλόστρ. 575, Πολυδ. Ϛ΄, 160.

Greek Monolingual

-ές (Α ἡμιμαθής, -ές)
αυτός που έχει ανεπαρκείς ή συγκεχυμένες γνώσεις, αυτός που γνωρίζει ατελώς, ελλιπώς, μια επιστήμη ή μια τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -μαθής (< μανθάνω, πρβλ. αόρ. β' έ-μαθ-ον), πρβλ. α-μαθής πολυ-μαθής].