λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
ἡμιπόδιον, τὸ (Α)(ως μέτρο) μισό πόδι, ημίπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πόδιον (< πους, ποδός), πρβλ. ακρο-πόδιον, υπο-πόδιον.ἡμιπόδιον, τὸ (Α)το μισό πόδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πόδιον (< πους, ποδός)].