ἡμιπληγία

From LSJ
Revision as of 16:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιπληγία Medium diacritics: ἡμιπληγία Low diacritics: ημιπληγία Capitals: ΗΜΙΠΛΗΓΙΑ
Transliteration A: hēmiplēgía Transliteration B: hēmiplēgia Transliteration C: imipligia Beta Code: h(miplhgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A paralysis, Paul.Aeg.3.16.

Greek Monolingual

η (AM ἡμιπληγία)
ιατρ. απώλεια της εκούσιας κινητικότητας στο δεξιό ή στο αριστερό ήμισυ του σώματος, η οποία είναι αποτέλεσμα βλάβης της λεγόμενης πυραμιδικής οδού του κεντρικού νευρικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημιπληγής. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. hemiplegie και hemiplexie). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Διονύσιο Πύρρο].