ηπατηρός

From LSJ
Revision as of 09:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

Greek Monolingual

ἡπατηρός, -ά, -όν (Μ)
ηπατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιματ-ηρός, δαπαν-ηρός)].