θαλασσόβιος

From LSJ
Revision as of 10:48, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαλασσόβιος Medium diacritics: θαλασσόβιος Low diacritics: θαλασσόβιος Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΒΙΟΣ
Transliteration A: thalassóbios Transliteration B: thalassobios Transliteration C: thalassovios Beta Code: qalasso/bios

English (LSJ)

v. θαλασσοβίωτος.

Greek (Liddell-Scott)

θαλασσόβιος: -ον, ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ ζῶν, ἰχθύες Κωνστ. Μανασσ. Χρ. σ. 22.

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ θαλασσόβιος, -ον)
αυτός που ζει στη θάλασσα
νεοελλ.
1. αυτός που εξασφαλίζει τα προς το ζην από τη θάλασσα
2. αυτός που αγαπά υπερβολικά τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -βιος (βίος)
πρβλ. κοινό-βιος, νυκτό-βιος].