ἡσύχιμος
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
Dor. ἁσ- (v.l. ἡσ-), ον,
German (Pape)
[Seite 1178] = ἥσυχος, dor. ἁσύχιμος ἁμέρα Pind. Ol. 2, 32.
Greek (Liddell-Scott)
ἡσύχιμος: Δωρ. ἁσύχ-, ον = ἥσυχος, ἁμέρα Πίνδ. Ο. 2. 58.
English (Slater)
ἡςῠχῐμος, -ον
1 peaceful οὐδ' ἡσύχιμον ἁμέραν ὁπότε παῖδ ἀελίου ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ τελευτάσομεν (Mommsen: ἁσύχιμον codd.) (O. 2.32)
Greek Monolingual
ἡσύχιμος και δωρ. τ. ἁσύχιμος, -ον (Α)
ήσυχος («ἁσύχιμον ἁμέραν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του ήσυχος].
Greek Monotonic
ἡσύχιμος: Δωρ. ἁσύχ-, -ον, = ἥσυχος, σε Πίνδ.