θαλασσοτείχιστος

From LSJ
Revision as of 21:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσοτείχιστος Medium diacritics: θαλασσοτείχιστος Low diacritics: θαλασσοτείχιστος Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΤΕΙΧΙΣΤΟΣ
Transliteration A: thalassoteíchistos Transliteration B: thalassoteichistos Transliteration C: thalassoteichistos Beta Code: qalassotei/xistos

English (LSJ)

ον,    A gloss on ἁλιερκής, Sch.Pi.O.8.34.

German (Pape)

[Seite 1183] Erkl. von ἁλιερκής, Schol. Pind. Ol. 8, 34.

Greek (Liddell-Scott)

θαλασσοτείχιστος: -ον, ἑρμην. τοῦ ἁλιερκής, Σχόλ. Πινδ. Ὀλ. 8, 34.

Greek Monolingual

θαλασσοτείχιστος, -ον (Α)
αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -τείχιστος (< τειχίζω), πρβλ. α-τείχιστος, ευαπο-τείχιστος].