Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
ους, ουν :
att. c. θηλύνοος.
θηλύνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει γυναικεία μυαλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -νους (< νους), πρβλ. βραδύ-νονς, σύν-νους].
(see also: θηλύνοος) effeminate, womanish