θηλύνους

From LSJ
Revision as of 13:45, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. θηλύνοος.

Greek Monolingual

θηλύνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει γυναικεία μυαλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -νους (< νους), πρβλ. βραδύ-νονς, σύν-νους].

English (Woodhouse)

(see also: θηλύνοος) effeminate, womanish

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)