θρομβαγγειίτιδα
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
Greek Monolingual
η
ιατρ.
1. φλεγμονή αγγείου που έχει υποστεί θρόμβωση
2. φρ. «αποφρακτική θρομβαγγειίτιδα» — φλεγμονώδης σκληρυντική νόσος του τοιχώματος τών αιμοφόρων αγγείων και ιδίως τών αρτηριών τών κάτω κυρίως άκρων νεαρών καπνιστών, η οποία συνοδεύεται συνήθως από θρομβωτική απόφραξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thromboangiitis < thrombo- (πρβλ. θρόμβος) + angiitis < angio- (πρβλ. αγγείο) + -itis].