θορυβάζομαι

From LSJ
Revision as of 19:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θορῠβάζομαι Medium diacritics: θορυβάζομαι Low diacritics: θορυβάζομαι Capitals: ΘΟΡΥΒΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: thorybázomai Transliteration B: thorybazomai Transliteration C: thoryvazomai Beta Code: qoruba/zomai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be troubled, Ev.Luc.10.41 (v.l. τυρβάζῃ): Act. in Gramm., Dosith.p.432 K., EM633.34.

Greek (Liddell-Scott)

θορυβάζομαι: Παθ., θορυβοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 41 (δι. γραφ. τυρβάζῃ).

Greek Monolingual

θορυβάζομαι (Α) θόρυβος
θορυβούμαι, ενοχλούμαι, ταράζομαι, ανησυχώ («μεριμνᾷς καὶ θορυβάζῃ περὶ πολλά», ΚΔ).

Greek Monotonic

θορυβάζομαι: Παθ., θορυβούμαι, ενοχλούμαι, βασανίζομαι, σε Καινή Διαθήκη