ἰβίσκος
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
English (LSJ)
ὁ, Lat.
A hibiscus,= ἀλθαία, v.l. in Ps.-Dsc.3.146, Erot. s.v. ῥίζη ἀλθαίης; also written ἐβίσκος, q.v.
German (Pape)
[Seite 1235] ὁ, Eibisch, eine Art wilder Malven, Diosc.
Greek Monolingual
ο (Α ἰβίσκος και ἐβίσκος)
νεοελλ.
αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό της τάξης μαλβώδη, οικογένεια μαλβίδες,
αρχ.
το φυτό αλθαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από το λατ. hibiscus, το οποίο, με τη σειρά του, είναι δάνειο πιθ. από την κελτική].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: a kind of mallow, marsh mallow = ἀλθαία (s. on ἀλθαίνω) (v. l. in Ps.-Dsc. 3, 146, Erot.)
Other forms: Also ἐβίσκος (Gal., Aët.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formed like the synonymous ἀλθίσκος and other plant-names (Chantraine Formation 407); further unclear. Identical with earlier (Verg.) Lat. (h)ibiscum (eb-), -us and in spite of the suffixes perh. from there, in which case one thinks of Celtic origin, s. W.-Hofmann s. v. Cf. also on ἰβηρίς. Fur. 355 thinks the word comes from Greek and is Pre-Greek, where ε\/ι is frequent.