ιεράκιο

From LSJ
Revision as of 09:57, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source

Greek Monolingual

το (Α ἱεράκιον)
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη αστερώδη η σύνανδρα, οικογένεια σύνθετα
αρχ.
1. είδος βοτάνου
2. μικτό κολλύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ιεράκιον < ιέραξ, ενώ το νεοελλ. είναι αντιδάνεια λ. (πρβλ. αγγλ. hieracium)].