ιθυντήρ

From LSJ
Revision as of 14:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source

Greek Monolingual

ἰθυντήρ, -ῆρος, ὁ και θηλ. ἰθύντειρα (Α)
1. αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο πηδαλιούχος
2. ηγεμόνας, διοικητής, κυβερνήτης
3. το θηλ. ως ουσ.ἰθύντειρα
επίθ. της Δίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. αρσ. -τηρ (θηλ. -τειρα), πρβλ. δο-τήρ, κυβερνη-τήρ].