ἱκετήσιος

From LSJ
Revision as of 23:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκετήσιος Medium diacritics: ἱκετήσιος Low diacritics: ικετήσιος Capitals: ΙΚΕΤΗΣΙΟΣ
Transliteration A: hiketḗsios Transliteration B: hiketēsios Transliteration C: iketisios Beta Code: i(keth/sios

English (LSJ)

α, ον, epith. of Zeus,= ἱκέσιος, 13.213.    II suppliant, Nonn. D.36.379.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκετήσιος: ῐ, α, ον, ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς θεοῦ προστάτου τῶν ἱκετῶν, Ὀδ. Ν. 213. ΙΙ. ὡς τὸ ἱκέσιος, Νόνν. Δ. 36. 379.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
protecteur des suppliants.
Étymologie: ἱκέτης.

English (Autenrieth)

of suppliants, protector of suppliants, epith. of Zeus, Od. 13.213†.

Greek Monolingual

ἱκετήσιος, -ία, -ον (Α)
1. (ως επίθ. του Διός) Ἱκετήσιος
ο προστάτης τών ικετών
2. το αρσ. ως ουσ. ἱκετήσιος
ο ικέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. -ησιος (πρβλ. βιοτ-ήσιος, φιλοτ-ήσιος)].

Greek Monotonic

ἱκετήσιος: [ῐ], -α, -ον, επίθ. του Δία, προστάτης θεός των ικετών, σε Ομήρ. Οδ.