ἱππωνία

From LSJ
Revision as of 12:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππωνία Medium diacritics: ἱππωνία Low diacritics: ιππωνία Capitals: ΙΠΠΩΝΙΑ
Transliteration A: hippōnía Transliteration B: hippōnia Transliteration C: ipponia Beta Code: i(ppwni/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A buying of horses, Id.Eq.Mag.1.12 (with v.l. ἱππωνεία, which is found in codd. of Eq.1.1,3.1), Poll.1.182.    II tax on sale of horses, SIG4 (Cyzicus, vi B.C.).

German (Pape)

[Seite 1262] ἡ, = ἱππωνεία, Poll. 1, 182.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππωνία: ἡ, τὸ ὠνεῖσθαι, ἀγοράζειν ἵππους, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 12, Ἱππ. 1, 1., 3. 1, Πολυδ. Α΄, 182. - τὸ ἱππωνεία εἶναι πλημμελὴς γραφή, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.

Greek Monolingual

η (Α ἱππωνία, ιων. τ. ἱππωνίη)
η προμήθεια ίππων, η αγορά ίππων, κυρίως για τον στρατό
αρχ.
φόρος για την πώληση ίππων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ωνία (< -ώνης < ὠνοῡμαι), πρβλ. βο-ωνία, ελαι-ωνία].