ἰσοπερίμετρος
From LSJ
γῆ καὶ ὕδωρ πάντ' ἔσθ' ὅσα γίνοντ' ἠδὲ φύονται → earth and water are everything that comes into being and grows, all things that come into being or sprout are earth and water
English (LSJ)
ον,
A of equal perimeter, Damian.Opt.3, Hero *Deff.82, Procl.in Ti.2.71 D., al.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοπερίμετρος: -ον, ἔχων ἴσην περίμετρον, Συνέσ. 71C, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 162.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἰσοπερίμετρος, -ον)
αυτός που έχει ίση περίμετρο («ισοπερίμετρα σχήματα» — επίπεδα σχήματα που έχουν την ίδια περίμετρο).