καρηβαρίτης
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
v. καρηβαρικός.
German (Pape)
[Seite 1327] οἶνος, ein Kopfweh verursachender, schwerer Wein; Schol. Ar. Ran. 1150; Suid.
Greek Monolingual
καρηβαρίτης, ὁ (Α) καρηβαρία
(για κρασί) αυτός που επιφέρει πονοκέφαλο, πολύ δυνατός, κουτελίτης.