καρηβαρίτης

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρηβᾰρῑ́της Medium diacritics: καρηβαρίτης Low diacritics: καρηβαρίτης Capitals: ΚΑΡΗΒΑΡΙΤΗΣ
Transliteration A: karēbarítēs Transliteration B: karēbaritēs Transliteration C: karivaritis Beta Code: karhbari/ths

English (LSJ)

causing headache; v. καρηβαρικός.

German (Pape)

[Seite 1327] οἶνος, ein Kopfweh verursachender, schwerer Wein; Schol. Ar. Ran. 1150; Suid.

Greek Monolingual

καρηβαρίτης, ὁ (Α) καρηβαρία
(για κρασί) αυτός που επιφέρει πονοκέφαλο, πολύ δυνατός, κουτελίτης.