καταβολάδα
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
η (Α καταβολάς, -άδος)
κλάδος φυτού που φυτεύεται στη γη για πολλαπλασιασμό του είδους και αποκόβεται από τον κορμό όταν το νέο φυτό έχει ήδη αποκτήσει ρίζες
νεοελλ.
το φυτό που προέρχεται με τέτοιο φύτεμα («αυτό το κλήμα είναι καταβολάδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβολ- (πρβλ. καταβολ-ή) του καταβάλλω με τη σημ. «ρίχνω σπόρο» + κατάλ. -άς (πρβλ. εκ-βολή < εκ-βάλλω, εμ-βολή < εμ-βάλλω)].