καταδαπανώ

From LSJ
Revision as of 08:55, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant

Source

Greek Monolingual

(AM καταδαπανῶ, -άω)
1. ξοδεύω άσκοπα και ασυλλόγιστα, κατασπαταλώ (α. «καταδαπάνησε όλη την περιουσία του πατέρα του στα χαρτιά» β. «κἄν μὴ καταδαπανήσωσι τὴν οὐσίαν», Αριστοτ.)
2. μέσ. καταδαπανώμαι, -άομαι
υποβάλλω τον εαυτό μου σε μεγάλες δαπάνες, καταξοδεύομαι
μσν.-αρχ.
φθείρω, καταστρέφω («κατεδαπανῶντο ταῖς μάστιξι τὰ σώματα»)
αρχ.
δαπανώ σε κάτι χρήσιμο («καὶ τὸ τῶν στρωμάτων δὲ βάρος εἰς τὰ ἐπιτήδεια καταδαπανᾱτε», Ξεν.).