καρτύνω
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
Ep. for κρατύνω (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1331] ep. = κρατύνω, w. m. s.; τὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν Pind. Ol. 13, 95; τὴν κεφαλὴν χέλυϊ Phanocl. Stob. fl. 64, 14. – Hom. nur med. in der Vbdg ἐκαρτύναντο φάλαγγας, sie verstärkten für sich die Schlachtreihen, Il. 12, 415 u. öfter, u. so sp. D., ἐκαρτύναντο μέλαθρον Ap. Rh. 2, 1088, vgl. 1, 510; χεῖρας ἐκαρτύναντο, sie bewaffneten sich die Hände, Theocr. 22, 80; τὴν αἰσυμνητείην, sich die Herrschaft sichern, Thrasyb. b. D. L. 1, 100.
Greek (Liddell-Scott)
καρτύνω: ἑπικ. ἀντὶ κρατύνω.
English (Slater)
καρτῡνω
1 hurl with force ἐμὲ δ' παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν (O. 13.95)
Greek Monolingual
καρτύνω (Α)
(επικ. τ.) βλ. κρατύνω.
Greek Monotonic
καρτύνω: [ῡ], Επικ. αντί κρατύνω.