κατάγγελος

From LSJ
Revision as of 22:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάγγελος Medium diacritics: κατάγγελος Low diacritics: κατάγγελος Capitals: ΚΑΤΑΓΓΕΛΟΣ
Transliteration A: katángelos Transliteration B: katangelos Transliteration C: kataggelos Beta Code: kata/ggelos

English (LSJ)

ὁ,    A = μυρσίνη ἀγρία, Ps.-Dsc.4.144 (nisi leg. κακ-).

German (Pape)

[Seite 1341] ὁ, Ankündiger, Bote, Sp. Bei Diosc. eine Pflanze.

Greek (Liddell-Scott)

κατάγγελος: ὁ, ἡ, ὁ προκηρύττων, ἀναγγέλλων, Πλούτ. 2. 241Β (ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ κακάγγελος). ΙΙ. ἕτερον ὄνομα τῆς ἀγρίας μυρσίνης, Διοσκ. (ἐν τοῖς νόθοις) 4. 146.

Greek Monolingual

κατάγγελος, ὁ (Α)
1. ο καταγγελεύς
2. το φυτό μυρσίνη η αγρία.